ΣτΕ 4439/2014
[Παράνομη οικοδομική άδεια για ανοικοδόμηση ακινήτου εκτός οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, χωρίς την τήρηση της υποχρεωτικής απόστασης από την οικοδομική γραμμή]
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώτη
Δικηγόροι: Ν. Γαρνέλης, Μ. Μουστάκας
Οι διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλεται η ανέγερση οικοδομής σε απόσταση τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή προκειμένου για τα οικόπεδα με εμβαδόν 500 τ.μ. και άνω των προϋφιστάμενων του έτους 1923 οικισμών που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, αποτελούν ειδικές διατάξεις οι οποίες έχουν τεθεί για την προστασία αυτών των παλαιών οικισμών και διασφαλίζουν καλύτερους όρους διαβίωσης. Συνεπώς, οι ειδικές αυτές διατάξεις δεν καταργήθηκαν με το ν. 1577/1985 αλλά συνισχύουν, κατά τα λοιπά, ως προς τα οριζόμενα για την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου σε σχέση με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου.
Οι ημιϋπαίθριοι χώροι δεν εμπίπτουν στα επιτρεπόμενα στον υποχρεωτικό ακάλυπτο χώρο προστεγάσματα ή αρχιτεκτονικά στοιχεία, ούτε και στις κατασκευές που επιτρέπεται να ανεγερθούν στους ακάλυπτους χώρους και, επομένως, το βάθος τους δεν προσμετρείται για τον υπολογισμό της απόστασης του κτιρίου από την οικοδομική γραμμή.
[Παράνομη οικοδομική άδεια για ανοικοδόμηση ακινήτου εκτός οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, χωρίς την τήρηση της υποχρεωτικής απόστασης από την οικοδομική γραμμή]
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώτη
Δικηγόροι: Ν. Γαρνέλης, Μ. Μουστάκας
Οι διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλεται η ανέγερση οικοδομής σε απόσταση τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή προκειμένου για τα οικόπεδα με εμβαδόν 500 τ.μ. και άνω των προϋφιστάμενων του έτους 1923 οικισμών που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, αποτελούν ειδικές διατάξεις οι οποίες έχουν τεθεί για την προστασία αυτών των παλαιών οικισμών και διασφαλίζουν καλύτερους όρους διαβίωσης. Συνεπώς, οι ειδικές αυτές διατάξεις δεν καταργήθηκαν με το ν. 1577/1985 αλλά συνισχύουν, κατά τα λοιπά, ως προς τα οριζόμενα για την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου σε σχέση με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου.
Οι ημιϋπαίθριοι χώροι δεν εμπίπτουν στα επιτρεπόμενα στον υποχρεωτικό ακάλυπτο χώρο προστεγάσματα ή αρχιτεκτονικά στοιχεία, ούτε και στις κατασκευές που επιτρέπεται να ανεγερθούν στους ακάλυπτους χώρους και, επομένως, το βάθος τους δεν προσμετρείται για τον υπολογισμό της απόστασης του κτιρίου από την οικοδομική γραμμή.
Βασικές σκέψεις
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (3095144, -145 και -146/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α), ζητείται η εξαφάνιση της 1451/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως των εφεσίβλητων κατά της 362/19.8.2004 άδειας οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας, με την οποία επετράπη στον εκκαλούντα η ανέγερση δύο διώροφων κτιρίων με υπόγειο σε οικόπεδο, εμβαδού 750,27 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Παληάμπελα» του Δημοτικού Διαμερίσματος Επταλόφου του Δήμου Παρνασσού Φωκίδας.
2. Επειδή, η έφεση στρέφεται απαραδέκτως κατά του τρίτου εφεσίβλητου Γ. Β., αφού η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε ως προς αυτόν με την εκκαλουμένη για έλλειψη νομιμοποίησης. Συνεπώς, ο παραπάνω εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, διότι μόνον έφεση μπορούσε να ασκήσει κατά της εκκαλουμένης απόφασης, ως ηττηθείς διάδικος (ΣτΕ 2125/2011 επταμ., 612/2011).
3. Επειδή, οι εφεσίβλητοι παρέστησαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο με το δικηγόρο Μ. Μ., ο οποίος ζήτησε από τον Πρόεδρο προθεσμία για τη νομιμοποίησή του. Ωστόσο, μέσα στην προθεσμία που χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο προσκομίσθηκε πληρεξούσιο προς τον παραπάνω δικηγόρο μόνον από τον δεύτερο των εφεσιβλήτων (Ι. Λ.). Νομίμως, όμως, συζητήθηκε η υπόθεση παρά την απουσία των λοιπών εφεσιβλήτων, εφόσον αντίγραφα της κρινόμενης έφεσης και της πράξης του Προέδρου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν νομότυπα σε αυτούς, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως.
4. Επειδή, στο άρθρο 8 του π.δ/τος της 2.3/13.3.1981 (Δ' 138) «Περί των ληπτέων υπ' όψιν στοιχείων και του τρόπου καθορισμού των ορίων των προ της 16.8.1923 υφισταμένων οικισμών των στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ως και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών», του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 105 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), που εγκρίθηκε με το από 14/27.7.1999 π.δ/γμα (Δ΄ 580), ορίζεται ότι: «1. … 5. Ως οικοδομική γραμμή νοείται η εν τοις πράγμασι υφισταμένη τοιαύτη. 6. … 7. Επί οικοπέδων εμβαδού ίσου ή μεγαλυτέρου των 500 τ.μ. το κτίριον δέον να τοποθετείται εις απόστασιν τουλάχιστον 4 μέτρων, εκ της κατά τα ανωτέρω οριζομένης οικοδομικής γραμμής. 8. …». Οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται και στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 16 του ίδιου π.δ/τος ως εξής: «1. Ως οικοδομική γραμμή, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως, νοείται η εν τοις πράγμασι υφισταμένη. 2. … 3. Επί οικοπέδων εμβαδού ίσου η μεγαλυτέρου των πεντακοσίων (500) τ.μ. το κτίριον δέον να τοποθετείται εις απόστασιν τουλάχιστον τεσσάρων (4) μ. εκ της κατά τα ανωτέρω οριζομένης οικοδομικής γραμμής». Εξάλλου, στο ν. 1577/1985 (Α΄ 210), με τον οποίο κυρώθηκε ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, ορίζονται τα ακόλουθα: «Άρθρο 2: Ορισμοί 1. … 10. Οικοδομική γραμμή ή γραμμή δόμησης είναι το όριο οικοδομικού τετραγώνου που ορίζεται από το ρυμοτομικό σχέδιο προς την πλευρά του κοινόχρηστου χώρου, έως το οποίο επιτρέπεται η δόμηση. … Άρθρο 9: Τρόπος δόμησης - Θέση κτιρίου 1. Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3+0,10Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός, ή αυτό στο οποίο προβλέπεται να εξαντληθεί μελλοντικά ο συντελεστής δόμησης, όπως απεικονίζεται στο διάγραμμα κάλυψης της οικοδομικής άδειας, ή το προβλεπόμενο σε περίπτωση μελλοντικής μεταφοράς συντελεστή δόμησης σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης) [όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2831/2000, Α΄ 140] … Άρθρο 28: Έκταση εφαρμογής του πολεοδομικού κανονισμού 1. Οι διατάξεις του πολεοδομικού κανονισμού (άρθρα 2 έως και 25 του παρόντος) ισχύουν για τις περιοχές εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. 2. … 3. Σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο, από τις διατάξεις του πολεοδομικού κανονισμού εφαρμόζονται: Τα άρθρα 2, … το άρθρο 9 παρ. 1 και 4 με τη διευκρίνιση ότι η αναφερόμενη σε αυτές απόσταση Δ ορίζεται σε 2,5 μ. ανεξάρτητα από το ύψος, … [όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 2831/2000]. 4. Δεν θίγονται ειδικές διατάξεις για την προστασία αρχαιολογικών χώρων, οικισμών ή τμημάτων οικισμών, μεμονωμένων κτιρίων ή περιοχών, για τη διατήρηση της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς ή την προστασία περιοχών χαρακτηρισμένων ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους…».
5. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του ν. 1577/1985 προκύπτει ότι με το άρθρο 9 παρ. 1 του νόμου αυτού, το οποίο εφαρμόζεται και σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο, όπως είναι και οι προϋφιστάμενοι του 1923 οικισμοί σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 3 του ίδιου νόμου, καταργήθηκαν τα προβλεπόμενα από τον προηγούμενο οικοδομικό κανονισμό διάφορα οικοδομικά συστήματα και οι συναφείς δεσμεύσεις και θεσπίσθηκε η αρχή της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο (βλ. ΣτΕ 2397/2000, 3668/1999 κ. ά.). Οι διατάξεις, όμως, των άρθρων 8 παρ. 7 και 16 παρ.3 του π.δ/τος της 2.3/13.3.1981, με τις οποίες επιβάλλεται η ανέγερση οικοδομής σε απόσταση τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή προκειμένου για τα οικόπεδα με εμβαδόν 500 τ.μ. και άνω των προϋφιστάμενων του έτους 1923 οικισμών που στερούνται εγκεκριμένου σχεδίου, αποτελούν ειδικές διατάξεις οι οποίες έχουν τεθεί για την προστασία αυτών των παλαιών οικισμών και διασφαλίζουν καλύτερους όρους διαβίωσης. Συνεπώς, οι ειδικές αυτές διατάξεις δεν καταργήθηκαν με το ν. 1577/1985 αλλά συνισχύουν, κατά τα λοιπά, με το άρθρο 9 αυτού, ως προς τα οριζόμενα για την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου σε σχέση με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου.
6. Επειδή, το άρθρο 9 παρ. 5 του παραπάνω ν. 1577/1985 ορίζει ότι "μέσα στις ελάχιστες αποστάσεις Δ του υποχρεωτικού ακάλυπτου χώρου επιτρέπονται μόνο προστεγάσματα και αρχιτεκτονικές προεξοχές και αρχιτεκτονικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 καθώς και κατασκευές που προβλέπονται από το άρθρο 17". Εξάλλου, στο μεν άρθρο 11 παρ. 6 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι "στις όψεις του κτιρίου επιτρέπονται αρχιτεκτονικές προεξοχές και αρχιτεκτονικά στοιχεία μεγίστου πλάτους 0,40 μ. ...", ενώ κατά το άρθρο 17, στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου "επιτρέπεται να κατασκευάζονται έργα, όπως πεζούλια, βεράντες, κεκλιμένα επίπεδα (ράμπες), σκάλες κύριες ή βοηθητικές, τα οποία, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους είναι αναγκαία για την επικοινωνία με το κτίριο ..".
7. Επειδή, από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 362/19.8.2004 άδεια οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας επετράπη στον εκκαλούντα η ανέγερση δύο διώροφων κτιρίων με υπόγειο σε οικόπεδο, εμβαδού 750,27 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Παληάμπελα» του Δημοτικού Διαμερίσματος Επταλόφου του Δήμου Παρνασσού Φωκίδας, πρώην χωριού Αγόριανης Παρνασσίδας, το οποίο αποτελεί οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 1923. Όπως προκύπτει από το 2004 διάγραμμα κάλυψης του Ιουλίου 2004 (αριθμός σχεδίου Τ2), που εγκρίθηκε με την άδεια οικοδομής, τα δύο κτίρια φέρονται τοποθετημένα σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου από τα όρια του οικοπέδου. Κατά το στάδιο της ανέγερσης των παραπάνω κτιρίων, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν στην πολεοδομική υπηρεσία την από 6.11.2004 καταγγελία, με την οποία ζήτησαν τη διενέργεια αυτοψίας και την άμεση διακοπή των εργασιών, διότι κατά την εφαρμογή της οικοδομικής άδειας παραβιάζονται οι διατάξεις του π.δ/τος της 13.3.1981 (Δ΄ 138) που προβλέπουν την τήρηση υποχρεωτικής απόστασης τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή και ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του εγκεκριμένου τοπογραφικού διαγράμματος και του πλάτους του κοινοτικού δρόμου μπροστά από το οικόπεδο του εκκαλούντος καθώς και των πραγματικών ορίων αυτού. Ενόψει τούτων πραγματοποιήθηκε αυτοψία από υπάλληλο της παραπάνω Διεύθυνσης Πολεοδομίας, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι είχε ολοκληρωθεί ο φέρων οργανισμός του υπογείου και των δύο κτιρίων, όπως και τα υποστυλώματα του ισογείου του ενός κτιρίου, ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και δεν είχε κατασκευασθεί η περιτοίχιση του οικοπέδου στο πρόσωπο επί της δημοτικής οδού. Εξάλλου, από την αυτοψία δεν διαπιστώθηκαν ασυμφωνίες μεταξύ των εγκεκριμένων σχεδίων και της υφιστάμενης κατάστασης. Κατά της 362/19.8.2004 άδειας οικοδομής οι εφεσίβλητοι άσκησαν την από 8.11.2004 αίτηση ακυρώσεως, με την οποία προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω άδεια έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες διατάξεις του από 13.3.1981 π.δ/τος, καθώς με αυτήν επετράπη η ανέγερση κτιρίων σε απόσταση μικρότερη των 4 μέτρων από την οικοδομική γραμμή του οικοπέδου τόσο στην πλευρά της πρόσοψης όσο και στην πλαϊνή πλευρά. Με παρέμβαση που άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ο εκκαλών προέβαλε ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω υποχρέωση να αφήσει υποχρεωτική απόσταση τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή διότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28 παρ. 3 του ν. 1577/1985, οι παραπάνω διατάξεις του από 13.3.1981 π.δ/τος έχουν καταργηθεί και αντικατασταθεί από το άρθρο 9 παρ. 1 του νόμου αυτού. Η αίτηση ακυρώσεως έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση για το λόγο ότι με την οικοδομική άδεια επετράπη στον εκκαλούντα η ανέγερση των κτιρίων σε επαφή σχεδόν με την οικοδομική γραμμή κατά παράβαση του άρθρου 105 παρ. 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας. Το Διοικητικό Εφετείο ειδικότερα έκρινε ότι σε οικισμούς προϋφιστάμενους του έτους 1923 που στερούνται εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, όπως ο προκείμενος οικισμός, εφαρμόζεται ο κανόνας της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου στο οικόπεδο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 9 του Γ.Ο.Κ. του 1985, πλην όμως, ως προς την απόσταση της οικοδομής από την οικοδομική γραμμή εφαρμόζεται το άρθρο 8 παρ. 7 του 2/13.3.1981 π.δ/τος, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη περιελήφθη ως άρθρο 105 παρ. 1 και 3 στο μεταγενέστερο π.δ. της 14.7.1999 «Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας», ισχύει δε και μετά την τροποποίηση του ν. 1577/1985 με το ν. 2839/2000, αφού το άρθρο 105 του ΚΒΠΝ δεν τροποποιήθηκε με τον τελευταίο αυτό νόμο.
8. Επειδή, με την έφεση προβάλλεται ότι η παραπάνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι μη νόμιμη διότι στον ν. 1577/1985, που εφαρμόζεται και στους προϋφιστάμενους του έτους 1923 οικισμούς σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 3 αυτού, δεν προβλέπεται περιορισμός στον κανόνα της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου στο οικόπεδο, και, συνεπώς, έπαυσαν να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 7 και 16 παρ.3 του π.δ/τος της 2/13.3.1981. Ο εκκαλών περαιτέρω προβάλλει ότι, σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από τα σχέδια και την αρχιτεκτονική μελέτη που προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και όπως εκτίθεται στο υπόμνημα του ενώπιον του Εφετείου, η απόσταση των οικοδομών από την πρόσοψη του οικοπέδου είναι 4,5 μέτρα, δεδομένου ότι ο ημιϋπαίθριος χώρος έχει βάθος 3 μέτρα, απέχει δε απόσταση 1,5 μέτρου από το όριο του οικοπέδου. Όπως προκύπτει από το 2004 διάγραμμα κάλυψης του Ιουλίου 2004, που εγκρίθηκε με την 362/19.8.2004 άδεια οικοδομής, η άδεια αυτή εκδόθηκε χωρίς να προβλέπεται η τήρηση υποχρεωτικής απόστασης τεσσάρων τουλάχιστον μέτρων από την πρόσοψη του οικοπέδου, το οποίο έχει εμβαδόν άνω των 500 τ.μ.. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 4, η εκκαλούμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως, όλοι δε οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, απορριπτέος είναι και ο ειδικότερος ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν από το δικάσαν εφετείο αποδεικτικά έγγραφα που ο ίδιος είχε προσκομίσει, καθώς τα έγγραφα αυτά αφορούσαν την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων από τη διοίκηση και όχι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Τέλος, είναι αβάσιμος και ο ισχυρισμός ότι, σε κάθε περίπτωση, η απόσταση των κτιρίων από την πρόσοψη του οικοπέδου είναι 4,5 μέτρα συνυπολογιζομένων των αντίστοιχων ημιϋπαίθριων χώρων, που έχουν βάθος 3 μέτρων, διότι η υποχρεωτική απόσταση των 4 μέτρων από την οικοδομική γραμμή αποτελεί υποχρεωτικό ακάλυπτο χώρο, κατά τη έννοια του άρθρου 9 παρ.5 του ν.1577/198, που παρατέθηκε στη σκέψη 5, οι δε ημιϋπαίθριοι χώροι δεν εμπίπτουν στα επιτρεπόμενα στον υποχρεωτικό ακάλυπτο χώρο προστεγάσματα ή αρχιτεκτονικά στοιχεία που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, αλλά ούτε και στις κατασκευές που επιτρέπεται να ανεγερθούν στους ακάλυπτους χώρους δυνάμει του άρθρου 17 του ίδιου νόμου, και, επομένως, το βάθος τους δεν προσμετρείται για τον υπολογισμό της απόστασης του κτιρίου από την οικοδομική γραμμή.
9. Επειδή, προβάλλεται ακόμη ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν απάντησε στους ουσιώδεις ισχυρισμούς του εκκαλούντος ότι οι εφεσίβλητοι στερούνταν εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως διότι προέβαλαν αορίστως ότι οι τρεις πρώτοι και ο πέμπτος από αυτούς είναι συνιδιοκτήτες εξοχικής κατοικίας και η τέταρτη οικοπέδου που βρίσκονται απέναντι από τα υπό ανέγερση κτίρια του εκκαλούντος, χωρίς να αναφέρουν τα όρια των ιδιοκτησιών τους, το εμβαδόν και τους τίτλους τους και χωρίς να εκθέσουν την απόσταση των παραπάνω ακινήτων από την ιδιοκτησία του εκκαλούντος. Ως προς το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των εφεσίβλητων, στην εκκαλουμένη απόφαση αναφέρονται τα εξής: «5. Επειδή οι λοιποί αιτούντες [ενν. εκτός του Γ. Β.] φέρονται ως ιδιοκτήτες ακινήτων, τα οποία βρίσκονται ακριβώς απέναντι από το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος, προβάλλουν δε με την κρινόμενη αίτηση, ότι η προβλεπόμενη από την ως άνω οικοδομική άδεια τοποθέτηση των κτιρίων σε επαφή σχεδόν με την οικοδομική γραμμή … θα έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση της μεταξύ των ακινήτων τους αποστάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον (πρβλ. ΣτΕ 1251/2003)». Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι, προς απόδειξη του εννόμου συμφέροντός τους, είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο εμφαίνονται το οικόπεδο φερόμενης ιδιοκτησίας της τέταρτης εφεσίβλητης, η οικοδομή των τριών πρώτων και του πέμπτου από αυτούς και η απόσταση τους από τα ανεγειρόμενα κτίρια του εκκαλούντος καθώς και αντίγραφο της 324/1994 άδειας οικοδομής του παραπάνω κτιρίου φερόμενης ιδιοκτησίας των πρώτου, δεύτερου, τρίτου και πέμπτου από αυτούς, από σκαρίφημα της οποίας προκύπτει η θέση των ιδιοκτησιών και των τεσσάρων εφεσιβλήτων. Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι είχαν επίσης προσκομίσει πρωτοδίκως αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας τους και φωτογραφίες που απεικονίζουν τις ιδιοκτησίες των διαδίκων με σχετικές σημειώσεις για τις αποστάσεις. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει η θέση των ιδιοκτησιών και των οικοδομών των διαδίκων, όπως και η βλάβη των εφεσίβλητων από τη μείωση της απόστασης μεταξύ των αντίστοιχων οικοπέδων λόγω μη τήρησης της απόστασης των τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή με την οικοδομική άδεια του εκκαλούντος. Ενόψει τούτων, νομίμως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και τα αντίθετα που προβάλλονται με την έφεση είναι αβάσιμα.
10. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι το Διοικητικό Εφετείο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση με μη νόμιμη σύνθεση, αφού με την ίδια σύνθεση είχε εκδικασθεί αίτηση αναστολής των εφεσίβλητων κατά της 362/19.8.2004 άδειας οικοδομής και είχε εκδοθεί η 14/2005 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου σε συμβούλιο, με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της παραπάνω άδειας, αφού έγινε δεκτό, κατά πλάνη περί τα πράγματα, ότι η ένδικη περιοχή είναι περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Ωστόσο, από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται κώλυμα συμμετοχής στην σύνθεση διοικητικού δικαστηρίου, στην οποία εκδικάζεται αίτηση ακυρώσεως, των δικαστών που είχαν μετάσχει στη σύνθεση του ίδιου δικαστηρίου σε συμβούλιο και εξέδωσαν απόφαση επί της αντίστοιχης αιτήσεως αναστολής (πρβλ. ΣτΕ 647/1989 Ολομ., ΑΕΔ 2/1984, ΣτΕ 227/1987, 3096/1984). Εξάλλου, από την παραπάνω 14/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς σε συμβούλιο προκύπτει ότι η μνεία της περιοχής ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους δεν έγινε με σκοπό να θεωρηθεί ο ένδικος οικισμός ως προστατευόμενος, όπως φαίνεται ότι υπολαμβάνει ο εκκαλών, αλλά για να καταστεί σαφής η βλάβη των εφεσιβλήτων από την ανέγερση των επίμαχων κτιρίων χωρίς την τήρηση της απόστασης των τεσσάρων μέτρων από την οικοδομική γραμμή, σε κάθε δε περίπτωση μόνο από τον τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό της περιοχής δεν προκύπτει υπόνοια μεροληψίας των δικαστών που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει τούτων, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
11. Επειδή, κατόπιν των παραπάνω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου